σβαρνίζω — σβαρνίζω, σβάρνισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σβαρνίζω — και σβαρνώ, άω, Ν [σβάρνα] 1. θρυμματίζω τους βώλους τού χώματος με την σβάρνα, βωλοκοπώ 2. μτφ. α) περιστρέφω κάτι με ταχύτητα β) (ιδίως σχετικά με άνθρωπο) κυλώ κάποιον καταγής, σύρω, παρασύρω («τόν έπιασε από τον λαιμό και τόν σβάρνισε κάτω») … Dictionary of Greek
σβάρνισμα — το, Ν [σβαρνίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σβαρνίζω, η επεξεργασία τού εδάφους με σβάρνα, βωλοκόπημα … Dictionary of Greek
ασβάρνιστος — η, ο [σβαρνίζω] (για αγρό) αυτός τον οποίο δεν έχουν σβαρνίσει ή δεν έχουν ισοπεδώσει με τη σβάρνα … Dictionary of Greek
σβαρνιστής — ο, Ν [σβαρνίζω] αυτός που σβαρνίζει … Dictionary of Greek
σβαρνώ — άω, Ν βλ. σβαρνίζω … Dictionary of Greek
βολοκοπώ — ησα, σπάζω τους βόλους χωραφιού, σβαρνίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)